Το τελευταίο διάστημα η νέα δεξιά διαχείριση έχει εξαπολύσει μια συντεταγμένη επίθεση στις καταλήψεις και τον κόσμο του αγώνα, που αναμένεται να ενταθεί το επόμενο διάστημα.
Συνεπής στις προεκλογικές της δεσμεύσεις ότι «θα τελειώνουμε» με τις αντιστάσεις που διαταράσσουν την «κανονικότητα» του κράτους και του κεφαλαίου, έχει στήσει μια θεαματική επιχείρηση, με την αρωγή των ξεφτιλισμένων ΜΜΕ, στοχεύοντας στην καταστολή των εστιών αγώνα, των αυτοοργανωμένων δομών του αναρχικού χώρου και του ανταγωνιστικού κινήματος, και τη συκοφάντηση και απονοηματοδότηση των ριζοσπαστικών αξιών της αντίστασης, της αλληλεγγύης και της ανατροπής του συστήματος.
Τα υλικά αυτής της επιχείρησης είναι γνωστά, αντλημένα από την κατασταλτική φαρέτρα του κράτους και των μηχανισμών του, και αποδεικνύουν συνάμα τη συνέχεια τους: στοχοποίηση της γειτονιάς των εξαρχείων ως θύλακα «ανομίας» και ορμητηρίου τρομοκρατικών επιθέσεων, στρατός κατοχής στους δρόμους με κάθε είδους αστυνομικών δυνάμεων να τρομοκρατούν, να ξυλοκοπούν, να βασανίζουν και να επιδίδονται σε σωρεία σεξιστικών επιθέσεων, εκκενώσεις μεταναστευτικών καταλήψεων και αυτοοργανώμενων και κατειλημμένων δομών αγώνα σε όλη την έλλαδα, εισβολές μπάτσων σε πανεπιστήμια (ΑΣΟΕΕ) και φοιτητικά στέκια, εκκένωση του αυτοδιαχειριζόμενου Στεκιού ΑΣΟΕΕ, νέες τρομοϋστερικές καμπάνιες και κυνήγι μαγισσών αναρχικών αγωνιστών/ ριών με παρακολουθήσεις, απαγωγές, εισβολές σε σπίτια, προσαγωγές και κατηγορίες κατασκευασμένες στην ασφάλεια και την αντιτρομοκρατική, επανασύσταση των «ταγμάτων εφόδου» της ΕΛ.ΑΣ (ομάδα ΔΕΛΤΑ), νέα στρατόπεδα συγκέντρωσης για τους/τις μετανάστες/ριες που «αλλοιώνουν τον εθνικό κορμό», και επίσπευση των απελάσεων με διάλυση του μηχανισμού παροχής ασύλου, αναβάθμιση επί το αυστηρότερο του Ποινικού Κώδικα του ΣΥΡΙΖΑ σε μια κατεύθυνση ποινικοποίησης του φρονήματος, διεύρυνσης των αδικημάτων που υπάγονται στον τρομονόμο και αύξησης εκείνων των αόριστων εννοιών-λάστιχο όπως τα «εγκλήματα γενικής διακινδύνευσης», τα οποία μπορούν κατά το δοκούν να χαρακτηρίσουν ενέργειες ή και προθέσεις ως «τρομοκρατικές πράξεις».
Στα παραπάνω μπορούμε να προσθέσουμε την εκ νέου θωράκιση του θεσμικού και νομικού οπλοστασίου για τη συρρίκνωση των διαδηλώσεων και των κινητοποιήσεων, την καταστολή των αντιστάσεων που υλοποιούνται έμπρακτα με παρεμβάσεις σε δημόσια κτήρια και την αποψίλωση των εναπομείναντων συνδικαλιστικών, εργατικών κατακτήσεων.
η κανονικότητα του αστυνομικού κράτους
Η κατασταλτική αυτή καμπάνια δεν έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία αφού είχε προαναγγελθεί εδώ και καιρό ως βασικός πυλώνας στο ιδεολογικοπολιτικό αφήγημα της επιβολής «Νόμου και Τάξης» της νέας δεξιάς διαχείρισης, το οποίο «ξέχασε» απροκάλυπτα την επίκληση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από το νεοφιλελευθερισμό.
Καλλιεργώντας και ενισχύοντας τις αιμοδιψείς διαθέσεις ενός συμπαγούς συντηρητικού και αντιδραστικού ακροατηρίου ψηφοφόρων, και μέσω μιας ενορχηστρωμένης και μεθοδικής πριμοδότητησης από τα ΜΜΕ της εθνικιστικής και αντιμεταναστευτικής ρητορικής, η οποία σφυρηλατήθηκε (και) μέσα στο κλίμα των μακεδονικών συλλαλητηρίων, η δεξιά διαχείριση του κράτους στόχευσε από την πρώτη στιγμή τις καταλήψεις ως κέντρα «ανομίας» και «εγκληματικότητας», που διαταράσσουν την «κανονικότητα» και την «υγεία» της πόλης. Εξού και από τις πρώτες ενέργειες της ήταν η εκκένωση δεκάδων καταλήψεων που είχαν βρεί στέγη μετανάστες,-στριες (με τελευταία την κατάληψη Μπουμπουλίνας 52) υπό τις εθνικιστικές κραυγές για τους κινδύνους αλλοίωσης του πληθυσμού από τον ερχομό τους. Εξού και ακολούθησε η εκκένωση αυτοοργανωμένων δομών και κατειλημμένων εδαφών αγώνα, με πιο πρόσφατες την εκκένωση της κατάληψης Βανκούβερ Απαρτμάν στη Δεριγνύ και της κατάληψης Palmares (Λάρισα). Η κατασκευή της συναίνεσης και η νομιμοποίηση της κυβερνητικής διαχείρισης στον άξονα της ασφάλειας και της αντιμέτωπισης της εγκληματικότητας, συνιστά από τη μια, πεπατημένη συνταγή συντήρησης της κοινωνικής/εθνικής συνοχής στη βάση του φόβου κι απ’ την άλλη, έναν δοκιμασμένο επικοινωνιακό μανδύα για τις κατασταλτικές επιχειρήσεις σε βάρος του κόσμου του αγώνα και του αναρχικού κινήματος, που αρνούνται να υποταχθούν στα κρατικά κελεύσματα και αγωνίζονται ενάντια στην εκμετάλλευση και την καταπίεση.
Εξάλλου, ο αναρχικός χώρος στοχοποιείται διαχρονικά, συστηματικά και θεαματικά ως παραδοσιακός χώρος ανομίας κι εγκληματικότητας επιχειρώντας την απονοηματοδότηση των πολιτικών προταγμάτων και δράσεων του. Γι’αυτό και επιχειρείται η εξαφάνιση των υποδομών και των απελευθερωμένων εδαφών, όπου το ριζοσπαστικό πρόταγμα, η συλλογικοποίηση και η αμφισβήτηση των κυρίαρχων αξιών της ιδιοκτησίας, του ατομικισμού και της ανάθεσης, παίρνουν σάρκα και οστά. Γι’αυτό οι επιθέσεις (και) στις καταλήψεις συνιστούν πάνω απ’ όλα έναν πόλεμο ενάντια στις αξίες και τις αρχές της ριζοσπαστικότητας, της αυτοοργάνωσης, της συλλογικοποίησης, της αλληλεγγύης, έναν πόλεμο ενάντια στο όραμα ότι μπορούμε να ζήσουμε διαφορετικά, ενάντια στην ιδέα πως ο κόσμος του κεφαλαίου και οι κυρίαρχες αξίες του συνιστούν το τέλος της ιστορίας.
Ωστόσο η καταστολή δεν κάνει την εμφάνισή της μόνο απέναντι στον κόσμο του αγώνα και σε όποιον/α αμφισβητεί την κατεστημένη και επιβαλλόμενη από τα πάνω, «κανονικότητα».
Οι αστυνομικές έφοδοι σε κινηματογραφικές αίθουσες για την προσαγωγή ανηλίκων και των γονιών τους που έκαναν το «έγκλημα» να παρακολουθήσουν ταινίες «ακατάλληλες», τα ντου της Δίωξης Ναρκωτικών με πάνοπλους ένστολους και μη, μπάτσους σε νυχτερινά κλαμπ και οι ψακτικές σε νεολαίους/ες στο έδαφος και με τα χέρια στο κεφάλι, σαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, για τη δήθεν αντιμετώπιση της διακίνησης ναρκωτικών (την ώρα που στα λιμάνια της χώρας βαρκούλες με τόνους ηρωίνης «αρμενίζουν» και οι βαρόνοι όχι απλά συνεχίζουν το κερδοφόρο και θανατηφόρο έργο τους αλλά αποτελούν και επιφανείς παράγοντες της κοινωνικής ζωής), τα αστυνομικά πεσίματα σε καφενεία και μαγαζιά επειδή «εκεί συχνάζουν τέτοιοι/ες αντιδραστικοί/ες», η διαφύλαξη των «ιερών και οσίων» της ορθόδοξης εκκλησίας συνιστούν μερικές μόνο πτυχές της «κανονικότητας» του αστυνομικού κράτους, που πατάσσει τη διαφορετικότητα και επιβάλλει την «καθαρότητα» σε οτιδήποτε δεν ταιριάζει στο συντηρητικό, νεοφιλελεύθερο και οπισθοδρομικό αφήγημα.
η στρατηγική της έντασης και οι εκκαθαρίσεις στο όνομα της «ανάπτυξης»
Το πρόταγμα της αυτοοργάνωσης των ζωών μας και η αμφισβήτηση της ιδιοκτησίας συνιστούν αρχές που δεν χωρούν στο δόγμα της ανάπτυξης, που τόσο ευαγγελίζονται και επιβάλλουν οι διαχειριστές του συστήματος.
Με την αξία των ακινήτων να έχει εκτοξευθεί, εκτοξεύοντας παράλληλα τα ενοίκια, και με τα ντόπια και ξένα κεφάλαια να επελαύνουν συγκεντρώνοντας ιδιοκτησίες προς εκμετάλλευση, η μετατροπή ολόκληρων γειτονιών του κέντρου της Αθήνας σε φιλέτα κερδοφορίας περνάει μέσα από την εκκαθάριση των περιττών πληθυσμών και των εστιών αντίστασης στις επιδιώξεις των αφεντικών. Κατειλημμένες δομές και αυτοοργανωμένοι χώροι χαλούν τη σούπα της ανάπλασης και ανάπτυξης, καθώς η δική τους «ανάπτυξη» συνδέεται με την ανάπτυξη της αλληλεγγύης και των κοινωνικών/ταξικών αντιστάσεων, με τη διεμβόλιση του καταναλωτισμού, την αυτομείωση και τη συστέγαση των αναγκών μας, την αμφισβήτηση ενός τρόπου ζωής που ισοπεδώνει ο,τι μας περιβάλλει.
Έτσι η στρατηγική της εντάσης στα Εξάρχεια και ευρύτερα δεν αποσκοπεί αποκλειστικά στην τρομοκράτηση, την κάμψη των εστιών αγώνα και την ενίσχυση ενός συντηρητικού, θρησκόληπτου και ακροδεξιού φαντασιακού πυρήνα κοινωνικής και πολιτικής συσπείρωσης.
Αλλά συνάμα, συνιστά ένα πρώτης τάξεως βιοπολιτικό εργαλείο για την εκκαθάριση του πεδίου όσων παρεκκλίνουν από τον υγιή εθνικό κορμό και περισσεύουν στην κερδοφορία των αφεντικών, όσων αντιστέκονται στη συντήρηση και τη λεηλασία των ζωών μας, προκειμένου να σαρώσει ελεύθερα τις γειτονιές μας η «ανάπτυξη» των κεφαλαίων και του real estate.
Οι καταλήψεις όμως και οι αυτοοργανωμένοι χώροι ήταν και παραμένουν πάντα μέρος του κόσμου του αγώνα, μέρος των κοινωνικών και ταξικών αντιστάσεων απέναντι στα σχέδια κράτους και αφεντικών. Συνιστούν ένα άγκαθι στην επελαση του εθνικισμού και της ακροδεξιάς, εμπόδιο στην απρόσκοπτη ανάπτυξη του κεφαλαίου, η οποία ευαγγελίζεται μια ψευδεπίγραφη υλική ευημερία στις πλάτες των εκμεταλλευόμενων. Συνιστούν εργαστήρια, όπου σφυρηλατούνται οι ιδέες και αξίες της αυτοοργανώσης, της αλληλεγγύης και ξεδιπλώνονται η συλλογικοποίηση, ο αντιφασισμός, ο αντιρατσισμός ο αντισεξισμός και η οργάνωση για την ανατροπή αυτού του σάπιου κόσμου.
Και γι’αυτό πολιτικοί, δικαστές, μπάτσοι, ακροδεξιοί/ες, ρατσιστές/ριες, σεξιστές/τριες και λοιπά κατακάθια και στυλοβάτες της εξουσίας και του συστήματος ανισότητας, δεν θα μπορέσουν ποτέ να κατανοήσουν τις αξίες και τη δράση του αγώνα για την ατομική και κοινωνική απελευθέρωση.
Να απλώσουμε τα προτάγματα και την αδιαμεσολάβητη δράση σε κάθε πεδίο που ζούμε κι αναπνέουμε, στη γειτονιά, στην εργασία, στις σχολές και τα σχολεία. Να προκαλέσουμε κόστος για κάθε δομή που δέχεται κρατικες και παρακρατικές επιθέσεις, να αντισταθούμε σε κάθε χέρι μπάτσου που σηκώνεται σε αγωνιστή/ρια, να επιτεθούμε στους θεσμούς της εξουσίας και τους εκπροσώπους τους, που παράγουν πολιτική πάνω στα σώματά μας.
ποτέ δεν θα καταστείλουν ο,τι δεν μπορούν να κατανοήσουν
οι καταλήψεις ανήκουν στον κόσμο του αγώνα και θα τις πάρουμε πίσω
χορός της καρμανιόλας