Το τελευταίο διάστημα, όλο και πιο συστηματικά αναδεικνύονται στο εσωτερικό του α/α χώρου περιστατικά έμφυλης βίας. Αυτά προστίθενται σε κάποιες ήδη διαπιστωμένες στάσεις και υπαρκτές συμπεριφορές στον α/α χώρο, που αναδύουν ματσίλα, σεξιστικές και αρρενωπές εκφράσεις της πατριαρχίας και της κουλτούρας του βιασμού. Συμπυκνώσαμε και αποτυπώσαμε την ανάλυση μας σ’ αυτό το κείμενο, προκειμένου να επικοινωνήσουμε τους προβληματισμούς και τις θέσεις μας. Αναγνωρίζουμε ότι υπάρχει ένα σοβαρό έλλειμμα σε σχέση με το έμφυλο ζήτημα στο εσωτερικό του α/α χώρου, ο οποίος, απαρτίζεται από άτομα αυτής εδώ της κοινωνίας, που δεν έχουν γεννηθεί σε κενό χρόνο και χώρο, επομένως κουβαλάνε δομικά στοιχεία αυτής. Ωστόσο, παρόλες τις προβληματικές στάσεις και συμπεριφορές, θεωρούμε ότι μόνο μέσω του συλλογικού μπορούν να προχωρήσουν τα άτομα στην κατανόηση και την επίλυση των αντιφάσεων τους, ώστε να κάνουμε ένα βήμα πιο κοντά στα αξιακά μας προτάγματα, περί ατομικής και κοινωνικής απελευθέρωσης.
Σε αυτό το πλαίσιο, συχνά παρατηρούμε, μεταξύ άλλων, την επικράτηση μίας στερεοτυπικής και βαθύτατα σεξιστικής προσέγγισης, στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται τα περιστατικά έμφυλης βίας σε ένα ευρύτερο κοινωνικό επίπεδο. Η ίδια συνθήκη δεν εκλείπει και απ’ το εσωτερικό του α/α χώρου. Αυτή η προσέγγιση που συναντάμε εντός και εκτός α/α χώρου (προφανώς με διάφορες και διαφορετικές αποχρώσεις και διαβαθμίσεις) συνιστά για εμάς αφετηριακό σημείο της κριτικής μας. Σε κάθε περίπτωση, θεωρούμε πως η διαχείριση των περιστατικών έμφυλης βίας δεν εξαντλεί τις δυνατότητες αντίστασης του πολιτικού μας χώρου στην έμφυλη υπόθεση.
Ενδεικτικά, στα περιστατικά σεξιστικής βίας, αποδίδεται κατά κανόνα ευθύνη στη γυναίκα, την/τον τρανς, τη λεσβία, τον ομοφυλόφιλο. Έτσι, το ντύσιμο γίνεται πρόκληση, το άγγιγμα γίνεται πρόσκληση, η οποιαδήποτε έκφραση της σεξουαλικότητας μεταφράζεται σε δικαίωμα βίας, ο χωρισμός απαντιέται εκδικητικά. Το αλκόολ ή οι ουσίες γίνονται δικαιολογία για όλα. Το “όχι” συχνά σημαίνει “ναι” και κάθε “όχι” δε γίνεται κατευθείαν πειστικό σχετικά με τις επιθυμίες της/του, αλλά μπορεί να χρειάζεται επιπρόσθετη επιχειρηματολογία και εξηγήσεις, γιατί ίσως να είναι “μπερδεμένη/ος” και να μη ξέρει τί θέλει.. Μπορεί να φταίει η προβληματική προσωπικότητακάθε υποκειμένου, ίσως ο πρώηνήτα δύσκολα παιδικά του χρόνια, μπορείνα φταίει ο καπιταλισμός, αλλά το σίγουρο είναι ότι πάνω από όλα ευθύνεται ή συνευθύνεται το υποκείμενο. Άλλωστε, δεν είναι λίγες οι φορές που η “διαπίστωσης της αλήθειας” περιστατικών σεξιστικής βίας από συλλογικές διαδικασίες δεν οδηγεί παρά σε περαιτέρω κανιβαλισμό των υποκειμένων που αναζήτησαν συλλογικά την απάντηση σε επιθετικές απέναντι τους στάσεις. Δικαστήρια και ανακρίσεις, αναζήτηση πειστηρίων και προτέρου “έντιμου” βίου παρατίθενται προκειμένου να αποκαλυφθεί η “αλήθεια” της κακοποίησης ή της προσβολής.
Οι κοινότητες ως δυναμική αντίσταση στους διαχωρισμούς
Για εμάς, αυτές οι επιθετικές -ψυχολογικά και σωματικά- κινήσεις δεν αποτελούν παρά μια αρρενωπή βία που εκφράζει την πατριαρχική κουλτούρα που μας περιβάλλει. Απέναντι σε αυτή την κουλτούρα της πατριαρχίας και των βιασμών, το ανταγωνιστικό κίνημα και οι συλλογικές μας κοινότητες προσπαθούν, επιτυχώς και ανεπιτυχώς, εδώ και χρόνια να αντιτάξουν παραδείγματα μέσα από τις ίδιες τις διαδικασίες μας, μέσα από τα μέσα αγώνα, μέσα από τα προτάγματά τους. Αναγνωρίζοντας τις αντιφάσεις των οποίων όλοι/ες είμαστε φορείς, ο αγώνας ενάντια στον έμφυλο διαχωρισμό θα έπρεπε να ανοίγεται, να αναδεικνύεται και να πραγματώνεται καθημερινά, εντός και εκτός των κινηματικών διαδικασιών. Ταυτόχρονα, θεωρούμε πως ακριβώς αυτές οι κοινότητες θα έπρεπε να είναι και ένα από τα πρώτα πεδία, οπού κάθε υποκείμενο θα αισθάνεται άνετα και θα συμμετέχει ισότιμα. Αυτές οι κοινότητες οφείλουν -πάντα σε επαγρύπνιση- να προστατεύουν μέσω των διαδικασιών, της δομής τους και των χαρακτηριστικών τους, τις συντρόφισσες και τους συντρόφους από την αναπαραγωγή σεξιστικών πρακτικών, επιχειρώντας να αντιπαρατίθενται διαρκώς με τις συμπεριφορές, που στοιχειοθετεί και επιτάσσει η πατριαρχική οργάνωση της κοινωνίας.
Μεταφέροντας τη δική μας συλλογική εμπειρία, αυτά τα ζητούμενα -σε μεικτές μάλιστα ομάδες, είναι διαρκή διακυβεύματα για όλους και όλες∙ και σίγουρα δεν εξαντλούνται, δεν πραγματώνονται και δεν τελειώνουν με δηλώσεις πίστης στις αξίες του αντισεξισμού. Κατά την άποψη μας, η δήλωση φρονημάτων σε ζητήματα που άπτονται των καθημερινών συλλογικών σχέσεων περισσότερο λειτουργεί ως μία ακόμα απόπειρα συγκάλυψης συλλογικών αδιεξόδων, παρά ως ειλικρινής αποδοχή πολιτικών αντιφάσεων. Η επιθετικότητα απέναντι σε συντρόφισσες, οι κακοποιητικές συμπεριφορές, οι βιασμοί και η ματσίλα ως “υπόδειγμα, αξιοζήλευτων πολιτικών τρόπων” στον α/α χώρο, δεν εκπορεύονται προφανώς από συλλογικότητες ή υποκείμενα που δηλώνουν σεξιστές. Συνεπώς, αντιλαμβανόμενες/οι τη σημασία να νιώθουν τα υποκείμενα που γίνονται αποδέκτες επιθετικών συμπεριφορών την υποστήριξη του συλλογικού, πιστεύουμε πως αυτή η συλλογική υπόθεση δεν μπορεί πια να επαφίεται σε επιτακτικές αξιώσεις και δηλώσεις φρονημάτων -οι οποίες άλλωστε είναι ανώδυνες και εξαιρετικά εύκολες στη διατύπωσή τους, αλλά σε ουσιαστικές συλλογικές διεργασίες, που δεν ολοκληρώνονται ποτέ, ακριβώς στο βαθμό που θέτουν ως ζητούμενο τις συλλογικές σχέσεις.
Το προσωπικό είναι πολιτικό
Για εμάς όλα όσα κινούνται γύρω μας είναι κατ’ αρχήν πολιτικά ή τουλάχιστον επιδέχονται πολιτικής αξίας. Η γνωστοποίηση περιστατικών που μπορεί να μην ξεκινάνε από τις ίδιες τις διαδικασίες, αλλά εισέρχονται σε αυτές, δεν μπορούν παρά να συζητιούνται και να απαντιούνται συλλογικά. Τίποτα δεν αποτελεί κομμάτι μιας αστικά εννοούμενης ιδιωτικότητας. Κάθε ατομική ιστορία -πόσο μάλλον όταν αυτή επηρεάζει την παρουσία των υποκειμένων στις κοινές διαδικασίες- αποτελεί ένα σημείο της ιστορίας του συλλογικού, για το οποίο αγωνιζόμαστε και κάθε απόπειρα φίμωσης ή αφαίρεσης της δυνατότητας της παράθεσης της ατομικής ιστορίας μέσα στις κινηματικές διαδικασίες, αποτελεί την αρχή του διαχωρισμού.
Αυτά τα αντανακλαστικά πρέπει συχνά να οδηγούν σε δυναμικές απαντήσεις. Συνταγές δεν υπάρχουν, στο βαθμό που η αυτοοργάνωση δεν έχει θεσμικές διαδικασίες για να πορεύεται. Και γι’ αυτό θεωρούμε πως διαθέτει την δυνατότητα, επινοώντας δυναμικούς τρόπους απάντησης σε αυτές τις συμπεριφορές, να διανοείται σχέσεις συντροφικές που δεν επικαθορίζονται από το φύλο ή τη σεξουαλικότητα. Επιθέσεις, σεξουαλικές πράξεις χωρίς συναίνεση, σεξιστικές συμπεριφορές, νταηλίκια, ανδρικές προστασίες και λοιπές μάτσο βιαιότητες δεν μπορούν παρά να ανοίγονται στο συλλογικό, να ονομάζονται έμφυλη βία, να απομονώνονται και να αποβάλλονται.
Να ανοίγονται στο συλλογικό και να παύουν να αποτελούν ψιθύρους, ιδιωτικές υποθέσεις και προσωπικά προβλήματα σε πολιτικές κοινότητες και τοπικές κοινωνίες. Η πολιτική ευθύνη των συλλογικοτήτων που αντιλαμβάνονται τα υποκείμενα ως μέρος του σώματός τους είναι μεγάλη. Καμία υπόνοια έμφυλης βίας δεν ανήκει στην ιδιωτική σφαίρα και δεν αποτελεί προσωπική ευαίσθητη υπόθεση. Κάθε επίκληση ιδιωτικότητας σε αυτήν την περίπτωση, δεν είναι παρά ένα νεύμα να αποπολιτικοποιηθούν σεξιστικές πρακτικές, μια χειρονομία που αποψιλώνει το συλλογικό από την αξιακή του συγκρότηση και την πολιτική του δέσμευση. Τέλος, στις περιπτώσεις έμφυλης βίας, κάθε επίκληση ιδιωτικότητας εκθέτει το υποκείμενο στη μοναχικότητά του και αυτή είναι μια πολιτική επίσης έκθεση.
Να ονομάζονται από το συλλογικό έμφυλη βία. Οι υποτιθέμενες ιδιαιτερότητες της περίπτωσης, αυτό το δεν ξέρουμε τι μπορεί να έγινε, απλά αποπολιτικοποιεί περιστατικά έμφυλης βίας και απομακρύνει από τις όποιες δυνατότητες συλλογικής απάντησης. Στο βαθμό που κάθε περίπτωση είναι ιδιαίτερη, επαφίεται στη συλλογική εμπειρία να λειτουργήσει με προτεραιότητα της όχι τη δημιουργία “ενός καθαρού από σεξισμό χώρου” και την αποκατάσταση “της συλλογικής τιμής” ή της “αλήθειας” με όρους ανακριτικούς και δικαστικούς -έννοιες επίσης ανακτημένες από την εργαλειοθήκη της πατριαρχίας, του σεξισμού και της κουλτούρας του βιασμού- αλλά τα υποκείμενα της που νιώθουν ότι κακοποιούνται, ότι θίγονται ή ότι αποκλείονται από συμπεριφορές και στάσεις. Για εμάς εκείνη ή εκείνος που αισθάνεται πως έμφυλες βιαιότητες στρέφονται εναντίον της/ου λέει την αλήθεια της/ου και αυτή δεν μπορεί παρά να ακούγεται με ιδιαίτερη φροντίδα και προσοχή από τη συλλογική εμπειρία.
Η αποβολή αυτών των συμπεριφορών από τις διαδικασίες μας και η απομόνωση των φορέων τους -φυσικών ή συλλογικών- είναι μία από τις συλλογικές απαντήσεις, που αρμόζουν στο σεξισμό. Μία τέτοιου είδους απάντηση καθιστά αδιανόητη τη βία που θεμελιώνεται στην έμφυλη ή σεξουαλική διαφορά και αντιστέκεται στην πατριαρχία, η οποία άλλοτε ευθέως και άλλοτε υπόρρητα καθιστά τη βία διανοητή, μια εν δυνάμει επιλέξιμη πρακτική.
Οι συλλογικότητές μας είναι απολύτως υπεύθυνες για την έμφυλη βία που ασκείται στο σώμα συντροφισσών και συντρόφων, την ψυχολογική κακοποίηση, τους προπηλακισμούς και την προσπάθεια εξευτελισμού σε βάρος τους. Και συχνά η σιωπή τους, η διακριτική ή επιφυλακτική τους στάση, η μη επίμονη προσπάθεια να επιστρέψουν αυτές τις πρακτικές στο συλλογικό χώρο ή η επανάπαυση σε μια πολιτική ταυτότητα που δήθεν διασφαλίζει αυτονόητα τις συλλογικές σχέσεις, είναι επίσης μια χειρονομία που παραδίδει αυτό τον χώρο στο σεξισμό και την πατριαρχία. Καθαροί χώροι δεν υπάρχουν, οι πολιτικοί μας χώροι ωστόσο και οι διαδικασίες μας μπορούν να ενοικούνται από τη διάθεση μας να διανοηθούμε συντροφικές σχέσεις που δεν αναπαράγουν την κουλτούρα του βιασμού, το σεξισμό και την πατριαρχία και άρα γίνονται πολιτικό πεδίο, πεδίο αγώνα για όλες και όλους.
Κρίναμε σημαντικό να διατυπώσουμε τις σκέψεις και τη συλλογική μας επεξεργασία, ώστε να αναδείξουμε σαφή τη θέση μας απέναντι σε κάθε περίπτωση έμφυλης βίας, σε κάθε είδους σεξισμό. Για τη συλλογικότητά μας είναι σαφές ότι τέτοιου είδους συμπεριφορές -και οι φορείς τους- δε πρέπει να συμπεριλαμβάνονται ή να γίνονται ανεκτές στις διαδικασίες, στους χώρους και τα πολιτικά γεγονότα του αντιεξουσιαστικού/αναρχικού κινήματος. Ο αγώνας για την κοινωνική και ατομική απελευθέρωση περνάει τόσο από την αντιπαράθεση με το κράτος, τον καπιταλισμό και τους θεσμούς, που οργανώνουν και (ανα)παράγουν την εξουσία και την καταπίεση, όσο και μέσα από διαρκείς αντιστάσεις στο μοριακό επίπεδο της καθημερινής ζωής, στην οποία (ανα)παράγονται οι σχέσεις εξουσίας. Η ανατροπή αυτού του κόσμου της εξουσίας απαιτεί και τον ταυτόχρονο μετασχηματισμό των κοινωνικών σχέσεων, εκεί που δε θα χωράει ο ρατσισμός, ο φασισμός, ο σεξισμός και δε θα υπάρχει το περιθώριο να αναπτύσσονται διαχωρισμοί και καταπιέσεις στη βάση του φύλου και των σεξουαλικών προτιμήσεων.
χορός της καρμανιόλας