για την υπόθεση του Τάσου Θεοφίλου

«Δεν έχω διαπράξει τα αδικήματα, για τα οποία κατηγορούμαι. Διέπραξα, όμως, το αδίκημα που περικλείει όλα τα αδικήματα. Είμαι αναρχικός. Στον ταξικό πόλεμο πήρα θέση με τους αποκλεισμένους και τους αδικημένους, με τους κυνηγημένους και με τους κολασμένους, με τους φτωχούς, με τους αδύνατους και τους καταπιεσμένους. Η φυλάκισή μου είναι η μόνη φυσιολογική εξέλιξη αυτής της επιλογής από την μία και άλλο ένα πεδίο αγώνα, από την άλλη»

Τ. Θεοφίλου, 28/4/2017, μέρος της απολογίας του στο εφετείο.

 

 

 

Τον Αύγουστο του 2012, πραγματοποιείται ληστεία σε τράπεζα στην Πάρο. Στην προσπάθεια ενός περαστικού ταξιτζή να εμποδίσει τη φυγή των ληστών, τραυματίζεται θανάσιμα ο ίδιος από σφαίρες. Κάποιες μέρες μετά συλλαμβάνεται στην Αθήνα ο σύντροφος Τ. Θεοφίλου με βασικές κατηγορίες τη συμμετοχή σε ληστεία, την ανθρωποκτονία και τη συμμετοχή στην οργάνωση Συνωμοσία των Πυρήνων της Φωτιάς. Στην υπόθεση εμπλέκεται η αντιτρομοκρατική και ένα ανώνυμο τηλεφώνημα (κάτι που συνηθίζεται στο στήσιμο μιας κατηγορίας), στο οποίο υποδεικνύεται ο σύντροφος ως συμμέτοχος της ληστείας. Παράλληλα, μέσω βίας από την πλευρά των μπάτσων (διαδικασία πνιγμού), λαμβάνεται δείγμα dna από τον ίδιο ώστε να ταυτοποιηθεί με ένα δείγμα που βρέθηκε σε ένα καπέλο που, παρουσιάστηκε αργότερα από την ίδια την αντιτρομοκρατική.
Το Νοέμβρη του 2013, ξεκινάει η δίκη. Ο ίδιος αρνείται όλες τις κατηγορίες. Παρά την παντελή απουσία ενοχοποιητικών στοιχείων και μαρτυριών, καταδικάζεται σε 25 χρόνια κάθειρξη για τις παραπάνω κατηγορίες, ενώ αθωώνεται για τη συμμετοχή στην οργάνωση Σ.Π.Φ. Μετά την άσκηση έφεσης από την πλευρά του συντρόφου, η εισαγγελία άσκησε και από την πλευρά της έφεση, έτσι ώστε να εκδικαστεί εκ νέου η υπόθεση με όλες τις κατηγορίες σε κλειστή αίθουσα χωρίς ενόρκους χρησιμοποιώντας διάταξη του τρομονόμου.
Στις αρχές Ιουλίου αναμένεται η απόφαση της δίκης σε δεύτερο βαθμό του Τάσου Θεοφίλου, που ξεκίνησε στις 21/11/2016. Όπως και στην προηγούμενη δίκη, έτσι και σε αυτήν, δεν υπάρχει καμία μαρτυρία που να συνδέει τον ίδιο με την Πάρο, όπως επίσης δεν υπάρχει καμία μαρτυρία περί ύπαρξης του συγκεκριμένου καπέλου στην περιοχή. Ταυτόχρονα, η ίδια η διαδικασία αποκαλύπτει τις πραγματικές επιδιώξεις της, που δεν είναι άλλες από την στοχοποίηση κάθε ανθρώπου που επιλέγει να αγωνιστεί απέναντι στην επιβολή της κυριαρχίας, την ηθική, ποινική και υλική εξόντωση τους και τη συντήρηση της ρητορικής του «εσωτερικού εχθρού» – τρομοκράτη. Στην ίδια λογική συντάσσεται και η πρόταση της εισαγγελίας, μετά το τέλος της διαδικασίας και εν αναμονή της απόφασης, η οποία προβλέπει την ολική καταδίκη του για όλες τις κατηγορίες, ακόμα και για τη συμμετοχή του στη Σ.Π.Φ., κατηγορία για την οποία είχε αθωωθεί στον πρώτο βαθμό.
Στο πρόσωπο του Τ. Θεοφίλου, δε δικάζεται μόνο ό ίδιος, αλλά κάθε άνθρωπος που επιλέγει συνειδητά να θέσει τη ζωή του απέναντι στο κράτος και τον καπιταλισμό, κάθε αγωνιστής – τρία που αποφασίζει να δώσει μάχες απέναντι στην κρατική αλήθεια, καθένας και καθεμία από εμάς. Ταυτόχρονα δικάζονται οι ιδέες και οι απόψεις μας, κάτι που καταμαρτυρά και η χρήση αποσπασμάτων από το συγγραφικό έργο του συντρόφου ως ενοχοποιητικό στοιχείο στη δίκη.
Το κράτος και οι δικαστικοί μηχανισμοί ξαναδικάζουν μέσα από αυτή τη δίκη όλες-ους όσες-ους βρίσκονται στην πλευρά του κοινωνικού και ταξικού αγώνα, αμφισβητώντας έμπρακτα τη λυσσαλέα επίθεση που έχει εξαπολύσει το δημοκρατικό καθεστώς έκτακτης ανάγκης. Επιπροσθέτως, επιχειρούν να καθυποτάξουν όλες τις φωνές που διαταράσσουν την κυρίαρχη αφήγηση και επιχειρούν να αμφισβητήσουν την ολοκληρωτική κυριαρχία τους.
Απέναντι σε αυτή την κρατική σκευωρία, η μόνη θέση που μπορούμε να πάρουμε δεν είναι άλλη από την αλληλέγγυη στο σύντροφο και την συνέχιση του λόγου και της δράσης μας απέναντι σε κάθε «μοναδική» και «απόλυτη» αλήθεια, ενάντια σε κράτος και κεφάλαιο.

 

ενάντια στον κρατικό ρεβανσισμό,
λευτεριά στον αναρχικό κομμουνιστή Τάσο Θεοφίλου

 

χορός της καρμανιόλας