Κάθε απάντηση στο πλαίσιο του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου είναι μια θετική απόκριση στο κάλεσμα για εθνική συνοχή. Ένα κάλεσμα, το οποίο αθροίζει και ενοποιεί ανομοιογενή πολιτικά σκεπτικά και αποκρύπτει κοινωνικούς ανταγωνισμούς υπό τη σκέπη ενός επικείμενου κινδύνου που απειλεί το έθνος – κράτος. H ρητορική που συνοδεύει και τις δύο απαντήσεις συγκροτεί ένα πλαίσιο και μια διαλεκτική εθνικής σωτηρίας: Στην περίπτωση του “ναι” μέσα από μια ρητή και εκούσια παραχώρηση συναίνεσης στην εξαθλίωση, που οπισθοδρομεί την κοινωνία από κάθε ριζοσπαστική συνισταμένη που είχε κατορθώσει να εκφράσει τα τελευταία χρόνια και στην περίπτωση του “όχι” μέσα από μία άρνηση που ακροβατεί μεταξύ αντίδρασης, κατάφασης στο μη χειρότερο, ύψωσης εθνικού αναστήματος στο χρόνιο εξευτελισμό, επίδειξης ελληνικής ανδρείας απέναντι στους ξένους δανειστές. Η απόκριση σε αυτό το κάλεσμα θεωρούμε πως – αν και διαφοροποιημένα – συμμετέχει σε ένα διάλογο που έχει όρια περιχαρακωμένα από την εξουσία, ένα διάλογο που πλαισιώνεται πλήρως από τους πρωταγωνιστές της διαχείρισης – αυτή τη στιγμή αριστερής. Ο ίδιος διάλογος κατορθώνει να χειραγωγεί τελικά ακόμα και αγωνιστικές απαντήσεις εθνικοποιώντας το πολιτικό διακύβευμα και πειθαρχώντας τες στις δυνατότητες μίας και μόνο ρητορικής, εκείνης της σωτηρίας του έθνους. Οι σκληρές διαπραγματεύσεις διαρκείας που κατακλύζουν τον κυρίαρχο λόγο πέντε μήνες τώρα έχουν ήδη πετύχει. Γιατί υπηρετούν την κρατικοποίηση και την εθνικοποίηση των υποκειμένων και των συνειδήσεων τους, αλλά και του κοινωνικού ανταγωνισμού γενικότερα. Και δεν χωρά καμία αμφιβολία ότι αυτή η κρατικοποίηση και εθνικοποίηση θα αποτελέσει τους νομιμοποιητικούς τόπους, πολιτικούς και κοινωνικούς, της όποιας συμφωνίας/μνημονίου. Εξάλλου, στην ανακοίνωση της κυβέρνησης για τη νέα πρόταση διετούς μνημονίου με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, αναδεικνύεται χωρίς περιφράσεις και περιθώρια διαφορετικής νοηματοδότησης: “η απόφαση για διεξαγωγή δημοψηφίσματος δεν αποτελεί το τέλος, αλλά τη συνέχεια της διαπραγμάτευσης με καλύτερους όρους για τον ελληνικό λαό.”
Κάθε απάντηση στο πλαίσιο του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου μιλά με όρους σωτηρίας του κράτους και της οικονομίας του, με όρους σωτηρίας του καπιταλισμού. Και εγκλωβίζει τον πολιτικό διάλογο στην ερώτηση περισσότερη ή λιγότερη λιτότητα, λιγότερη ή περισσότερη ασφυξία στην καθημερινότητα μας. Αυτή η έκπτωση του κοινωνικού διαλόγου δεν μπορεί εξ’ ορισμού να δημιουργήσει το κοινωνικό πεδίο αγωνιστικών απαντήσεων, επικοινώνησης διαφοροποιημένων σκεπτικών που κλονίζουν το αυτονόητο του καπιταλισμού και της εξουσίας, και ουσιαστικής πολιτικής παρέμβασης. Αντίθετα η απόκριση στο δήθεν αμεσοδημοκρατικό κάλεσμα συγκρατεί διασώζει και νομιμοποιεί την καπιταλιστική διαχείριση και τον εξουσιαστικό λόγο, που αναπαράγει την εκμετάλλευση, την καταστολή των αγώνων και τον κοινωνικό κανιβαλισμό.
Μοναδική απάντηση στον κυρίαρχο, ορθό πολιτικά λόγο που πλαισιώνει το δημοψήφισμα είναι η ρήξη με το πλαίσιο του διαλόγου που θέτει και πειθαρχεί. Αυτή η ρήξη διανοίγει τις πολιτικές δυνατότητες που προκρίνουμε. Τη συλλογικοποίηση των σκεπτικών και προταγμάτων μας, την άμεση ενίσχυση των αυτοοργανωμένων δομών και των δικτύων αλληλεγγύης που θα απαντήσουν στον κοινωνικό κανιβαλισμό, το διαρκή αγώνα ενάντια στις εξουσιαστικές δομές που διαχειρίζονται και περισώζουν το καπιταλιστικό διακύβευμα.
Για την κοινωνική επανάσταση και την αναρχία
Καμία συμμετοχή στο δημοψήφισμα
Αντίσταση – Αυτοοργάνωση – Αλληλεγγύη
Χορός της Καρμανιόλας