κείμενο- κάλεσμα για την πορεία για τον ένα χρόνο από τη δολοφονία του Π. Φύσσα στο κερατσίνι

ΤΑ ΜΑΧΑΙΡΙΑ ΤΩΝ ΦΑΣΙΣΤΩΝ ΟΠΛΑ ΤΟΥ ΚΡΑΤΙΚΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ

 

Ένας χρόνος συμπληρώνεται από τη δολοφονία του αντιφασίστα Παύλου Φύσσα στις 18 Σεπτεμβρίου 2013 στο Κερατσίνι απ’ το μαχαίρι του χρυσαυγίτη Ρουπακιά. Η δολοφονία όμως του Π. Φύσσα δεν συντελέστηκε από έναν ‘θύτη’. Το μαχαίρι του φασίστα δεν ήταν το μοναδικό. Τα χέρια των οπλισμένων νεοναζί ήταν και είναι πολλά. Δίπλα στα πιστόλια και τις σφαίρες των μπάτσων, σφιχτά εναγκαλισμένα στον εντολέα τους, το κράτος και το κεφάλαιο.

Την τελευταία πενταετία, οι φασιστικές/ρατσιστικές επιθέσεις εκτινάχθηκαν σε άμεση συνεργασία ή ανοχή της αστυνομίας. Τα περιστατικά φασιστικής βίας και διάχυσης του ρατσιστικού μίσους αμέτρητα, από τη δολοφονία του Σαχτζάτ Λουκμάν στα Πετράλωνα, τα μαχαιρώματα, τους ξυλοδαρμούς μεταναστών στον δρόμο ή ακόμη και μέσα στα σπίτια τους στον Αγ. Παντελεήμονα, την Αττική, τη Νίκαια, τον Ρέντη, την ιχθυόσκαλα Κερατσινίου, από τα ρατσιστικά πογκρόμ στην Ομόνοια, τις επιθέσεις σε τρανς και ομοφυλόφιλους στη Θεσσαλονίκη, τον Κεραμεικό, τις επιθέσεις σε καταλήψεις και στέκια, τη ματαίωση με βία και απειλές καλλιτεχνικών παραστάσεων με “αμαρτωλό” περιεχόμενο (“Χυτήριο”) . Όλες οι επιθέσεις με κίνητρα σαφή και γνωστά, με τους αυτουργούς να νιώθουν την άνεση δράσης, τη δύναμη και την ασυλία, που τους παρέχει το κράτος-προστάτης τους.

Ο ρόλος των φασιστικών ταγμάτων εφόδου δεν αναδείχθηκε στο κενό. Δεν ήταν η κρίση που διόγκωσε μονοσήμαντα και ντετερμινιστικά τον φασιστικό κίνδυνο, όπως παρουσιάζεται από κύκλους της αστικής διανόησης, ξεπλένοντας με αυτόν τον τρόπο συγκεκριμένες πολιτικές διακυβέρνησης, και κυρίως, αποκρύπτοντας την κρατική οργάνωση του ρατσισμού. Το λάβαρο του κοινωνικού εκφασισμού έχουν σηκώσει πρώτοι οι πολιτικοί διαχειριστές των κυβερνητικών κομμάτων με τις κορώνες και τις κραυγές για την “ανακατάληψη των πόλεων από τους μετανάστες”, που πρέπει να επιτύχει το κράτος. Με τις επιχειρήσεις σκούπα και τον Ξένιο-Δία στο κέντρο της Αθήνας και όλη την Ελλάδα, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών, τη διαρκή ομηρία των προσωρινών αδειών, τις δολοφονίες προσφύγων στο Αιγαίο και τα χερσαία σύνορα. Με τα πογκρόμ κατά των τοξικοεξαρτημένων, με τη βάρβαρη και χυδαία μετατροπή οροθετικών γυναικών σε “υγειονομικές βόμβες” και την περιφορά των εξουθενωμένων σωμάτων/προσώπων τους από κανάλι σε κανάλι ως τρόπαια της προεκλογικής εκστρατείας Λοβέρδου.

Και επειδή ο αγώνας ενάντια στη λήθη συνεχίζει να αποτελεί αγώνα ενάντια στην εξουσία, δεν ξεχνάμε πώς εκκολάφθηκε το αυγό του φιδιού στον Αγ. Παντελεήμονα-λίγο διάστημα μόνο μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη- ως ξεκάθαρη κυριαρχική επιλογή. Πώς επιχειρήθηκε από κράτος και φασιστές η δημιουργία μιας “καθαρής εθνικής ζώνης”, ένα νέο άπαρτχαϊντ, ως πρότυπο οργάνωσης των γειτονιών στις μητροπόλεις. Πώς στήθηκε το τείχος προστασίας των ακροδεξιών φυλάκων από την αστυνομία απέναντι στους αντιφασίστες, που επιχειρούσαν με όλα τα μέσα να τους διεμβολίσουν. Πώς οι πολιτικοί προϊστάμενοι του υπουργείου Δημόσιας Τάξης από τον Μαρκογιαννάκη μέχρι τον Χρυσοχοϊδη είχαν ομοτράπεζους στις συνομιλίες τους για την “εγκληματικότητα και τα προβλήματα του κέντρου” τη φασιστοεπιτροπή κατοίκων του Αγ. Παντελεήμονα, αποτελούμενη από “εξαίρετα” μέλη της Χρυσής Αυγής. Οι τελευταίες συνομιλίες του συμβούλου του πρωθυπουργού Μπαλτακου εντός Βουλής με τον χρυσαυγίτη Κασιδιάρη ήταν μόνο μια βιντεοσκοπημένη απόδειξη για την ευθεία συνεργασία κράτους και παρακρατικών.

Η κρατική αυτή επιλογή έγινε ακόμη πιο σαφής τα αμέσως επόμενα χρόνια και ειδικά από τη στιγμή εφαρμογής της βιαιότερης οικονομικής αναπροσαρμογής και αναδιάρθρωσης, που συνιστούν τα μνημόνια. Η διαχείριση της κρίσης και των συνεπειών αυτής απαιτούσε και απαιτεί μέσα και εργαλεία για τη διάσωση της εθνικής/κοινωνικής συνοχής, για την αποκατάσταση των διαρρηχθείσας κοινωνικής συναίνεσης με φόντο τη λυσσαλέα επίθεση κράτους και κεφαλαίου στην εργατική τάξη και την κοινωνία. Όσο σκληρότερη είναι η επίθεση, τόσο εντονότερη η προβολή και ανάδειξη του “εσωτερικού κινδύνου”, του “εχθρού”, του “ξένου” και “διαφορετικού”, που απειλεί την εθνική ενότητα, διαταράσσει την κυρίαρχη κανονικότητα, απειλεί το σώμα των “υγιών ελλήνων”. Εκείνων, τους οποίους, σύμφωνα με τη δήλωση Σαμαρά, “θα βρουν μπροστά τους όσοι προωθούν την ακρότητα”. Δήλωση που με περισσή υποκρισία εκστομίστηκε λίγες μέρες μετά τη δολοφονία του Π. Φύσσα και τις συλλήψεις των μελών της ΧΑ, όμως δεν εκστομίστηκε τυχαία. Η διατύπωση αυτή, με φαινομενικά αντιρατσιστικό πρόσημο, επιχείρησε να απενοχοποιήσει την κρατική διαχείριση του ρατσισμού, να τη δικαιώσει σε αντιδιαστολή με τη ναζιστική φρενίτιδα ενισχύοντας παράλληλα τη «θεωρία των δύο άκρων», να αγιοποιήσει την κατασκευή των “υγιών ελλήνων”, των μόνων που “χωρούν” στη νέα καπιταλιστική συνθήκη, στον νέο κύκλο καπιταλιστικής συσσώρευσης. Είναι αυτοί που αναγνωρίζουν τον μονόδρομο των μνημονίων, που βάζουν πλάτη με τις θυσίες τους για τη “σωτηρία της πατρίδας”, που δεν αντιδρούν στην ακραία υποτίμηση της εργατικής τους δύναμης και της ζωής τους, που βρίσκουν στον “αδύναμο” τον εχθρό τους, δεν διαταράσσουν την κρατική λειτουργία και υπομένουν την καταπίεση, δεν αντιστέκονται, αλλά συναινούν. Εκείνοι των οποίων “ο βίος είναι αξιοβίωτος’, σύμφωνα με τις επιταγές της κυριαρχίας.

Όμως, ο προσδιορισμός του “υγιούς έλληνα” προϋποθέτει τη διαρκή κατασκευή και το κυνήγι του αντίθετού του, του “μη υγιούς”, του “επικίνδυνου άλλου”. Για να εμπεδωθεί η κυριαρχία του πρώτου πρέπει να εξοντωθούν όσοι δεν υπακούν στις παραπάνω νόρμες και αντιστέκονται στην καπιταλιστική βαρβαρότητα, υλική και πνευματική. Να περιθωριοποιηθούν όσοι αποκλίνουν από την κυρίαρχη αφήγηση που συνθέτει το τρίπτυχο πατρίς/θρησκεία/οικογένεια, όσοι αμφισβητούν τις κυρίαρχες αλήθειες και επιτίθενται στους φορείς της καταπίεσής τους.

Υπό το πρίσμα αυτό ερμηνεύονται η διαρκής βάναυση καταστολή των αντιστάσεων, οι διώξεις αγωνιστών και οι δικαστικές σκευωρίες, οι επιστρατεύσεις απεργών, η θέση σε κατασταλτική καραντίνα ολόκληρων περιοχών (Σκουριές), που αντιστέκονται στη λεηλασία του περιβάλλοντος και στην “ανάπτυξη” που στάζει αίμα. Έτσι ερμηνεύεται η θεσμοθέτηση φυλακών υψίστης ασφαλείας και η συρρίκνωση των δικαιωμάτων των κρατουμένων, με τις στατιστικές της ΕΛ.ΑΣ που καταγράφουν ποσοτική μείωση των “εγκλημάτων” να μαρτυρά πασίδηλα και συνάμα προκλητικά τον στόχο της κυριαρχίας: τη διάχυση του φόβου, την τρομοκράτηση και εξόντωση των αντιστεκόμενων και τον προληπτικό εκφοβισμό όλων όσοι τολμήσουν να σκεφθούν αντιδράσουν στην καταπίεση, είτε ειρηνικά είτε βίαια, μέσω της επίδειξης της ειδικής θέσης που αντιστοιχεί στον καθένα, όταν περάσει το κατώφλι των φυλακών.

Είναι ακριβώς αυτή η διαδρομή που ενώνει την κρατική οργάνωση του ρατσισμού με τα φασιστικά τάγματα εφόδου. Είναι η προέκταση ενός κρατικού ρατσισμού που σε συνθήκες «έκτακτης ανάγκης» νομιμοποιείται εκ νέου ως κανονικότητα, εντείνεται αποκτώντας ολοκληρωτικά χαρακτηριστικά, συνθέτοντας το στίγμα της κρατικής διαχείρισης της εξουσίας ως αμάλγαμα δημοκρατικής τάξης και φασιστικών πολιτικών. Είναι ακριβώς αυτή η επιλογή που κρατά διαρκώς το χέρι κάθε φασίστα οπλισμένο.

Η εμπιστοσύνη στον κρατικό αντιφασισμό είναι βουτιά σε λιμνάζοντα νερά

Η δολοφονία του Π. Φύσσα, αποτέλεσε την αφετηρία για την καταστολή της Χρυσής Αυγής, αλλά και για μια γιγαντιαία επικοινωνιακή εκστρατεία αποδόμησης του ολοκληρωτικού στίγματος, με το κράτος να εμφανίζεται αντιφασιστικότερο…του βασιλέως. Η διαχείριση του αντιφασισμού αποτελεί μείζον ζήτημα για τη διακυβέρνηση, μιας και η επιλογή δίωξης της ΧΑ, μετά απο δεκαετίες πριμοδότησης και συνεργασίας, σηματοδότησε και την απόπειρα αποκατάστασης του δημοκρατικού προσωπείου της κυριαρχίας, που η πολιτική δολοφονία ενός “ νέου έλληνα” από τα ναζιστικά τάγματα έπληξε βάναυσα. Αίφνης, “αποκαλύφθηκαν” 32 υποθέσεις, που “φυλάσσονταν” χρόνια στα συρτάρια του Δένδια, τα ΜΜΕ άρχισαν να μιλούν για τάγματα εφόδου, για νεοναζί, για εγκληματικές ενέργειες των χρυσαυγιτών, να ανασύρουν υποθέσεις ρατσιστικών/φασιστικών επιθέσεων ακόμη και σε αντεξουσιαστικά στέκια, όπως στο Στέκι Αντίπνοια στα Πετράλωνα το 2008. Μόνο που δεν μπορούν να διαγράψουν την αντιφασιστική μνήμη. Ξανά τη μπάσταρδη αυτή μνήμη, που δεν ξεχνά τις δεκαετίες μιντιακών κραυγών-πλήρως ευθυγραμμισμένων με την κρατική πολιτική- για τα “μιάσματα”, τους “εγκληματίες”, τις “ορδές” των μεταναστών, το σουλατσάρισμα σε όλα τα τηλεοπτικά πάνελ των “αγανακτισμένων” χρυσαυγιτών κατοίκων του Αγ. Παντελεήμονα Σκορδέλη και Πιπίκιου. Δεν ξεχνά την φιλοτεχνημένη προβολή των ακροδεξιών συσσιτίων, τα στημένα ρεπορτάζ πριμοδότησης των χρυσαυγιτών, με τη γιαγιούλα, που πηγαίνει στο ΑΤΜ με την προστασία φουσκωτών της ΧΑ, τα αντίστοιχης σκοπιμότητας ρεπορτάζ για ανύπαρκτα περιστατικά, με γιατρούς στην Πάτρα να ξυλοφορτώνονται -και καλά- από χρυσαυγίτες γιατί ζήτησαν φακελάκι…Και το πιο εξοργιστικό, αλλά συνάμα τροχιοδεικτικό αυτής της μεταβολής, η ίδια φασιστοφυλλάδα, το “Πρώτο ΘΕΜΑ”, που δημοσίευσε και αναπαρήγαγε τα δυο παραπάνω ρεπορτάζ, δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να δημοσιεύσει με κροκοδείλια δάκρυα για τα “θύματα του φασισμού” τη φωτογραφία του Παύλου Φύσσα στο οδόστρωμα τη στιγμή που ξεψυχά.

Η διαχείριση του «αντιφασισμού» από την πλευρά του κράτους ξεδιπλώθηκε δεδομένων και των ανατρεπτικών δυναμικών, που η συγκεκριμένη πολιτική δολοφονία πυροδότησε. Μπροστά στις εκτεταμένες συγκρούσεις που πραγματοποιήθηκαν την επομένη της δολοφονίας, τις αντιφασιστικές πορείες σε διάφορες γειτονιές και πόλεις της ελληνικής επικράτειας, τις επιθέσεις σε γραφεία της φασιστικής Χρυσής Αυγής και την πιθανότητα μιας γενικευμένης έκρηξης, η κρατική διαχείριση προχώρησε σε μια ενορχηστρωμένη επιχείρηση ενσωμάτωσης και αφομοίωσης του αντιφασιστικού μένους διαφόρων κοινωνικών ομάδων. Διαφόρων κοινωνικών ομάδων που στο πρόσωπο του Π. Φύσσα, (εργάτης, Έλληνας, αντιφασίστας, χιπ-χόπερ, κοκ) μπορούσαν να δουν τον εαυτό τους. Το ενδεχόμενο συγκρότησης αυτο-οργανωμένων, αντιφασιστικών συνελεύσεων, η ανάληψη μαχητικών πρωτοβουλιών, καθώς και η επανοικειοποίηση εξεγερτικών πρακτικών από ευρύτερα κοινωνικά κομμάτια, θα μπορούσε να αποτελέσει το σπέρμα μιας αμφισβήτησης της εθνικής ενότητας. Έπρεπε λοιπόν το αντιφασιστικό μένος να καναλιζαριστεί άμεσα, να αναπαυθεί άμεσα στη μεγάλη αγκάλη της Δημοκρατίας, του Νόμου και της Τάξης, χωρίς να επιζητά περισσότερα.

Η σημερινή δίωξη της ΧΑ, μπορεί να συνιστά ένα ενδοσυστημικό ξεκαθάρισμα, μια επαναδιευθέτηση των ενδοκυριαρχικών συσχετισμών, ειδικά από τη στιγμή που το φασιστικό μόρφωμα είχε εμφανείς τάσεις αυτονομίας, όπως μεταφράστηκαν και στο “όριο” για την “εμφυλιακή δεξιά”, την καπηλεία από τους χρυσαυγίτες της πηγάδας του μελιγαλά και την εκδίωξη των νεοδημοκρατών από την τελετή μνήμης. Όμως, οι ακροδεξιοί ηλίθιοι, όσο χρήσιμοι ήταν και όσο αναλώσιμοι αποδεικνύονται, το ίδιο χρήσιμοι μπορεί να αποδειχτούν και στη συνέχεια, είτε ως “σοβαρότερη” ΧΑ -πολλαπλασιάζοντας τις υπηρεσίες τους προς το κεφάλαιο, ψηφίζοντας κι άλλες φοροελαφρύνσεις για τους εφοπλιστές, βάζοντας την υπογραφή τους κι σε άλλες ιδιωτικοποιήσεις μετά από εκείνη στην πώληση της Αγροτικής Τράπεζας- είτε ως πιο υπάκουα (παρα)κρατικά όργανα, όταν οι καιροί το απαιτήσουν. Δεν περιμένουμε λοιπόν κανέναν κατ’ όνομα αντιρατσιστικό νόμο, κανένα δικαστήριο “να αποδώσει δικαιοσύνη”, καμία δημοκρατική διαχείριση να τιμωρήσει τους ενόχους, που η ίδια εξέθρεψε ως το μακρύ της χέρι.

Ο πόλεμος ενάντια στους φασίστες είναι συνεχής αγώνας, άμεσα συνδεδεμένος με τον αγώνα ενάντια στον ολοκληρωτισμό, ενάντια στην εξάπλωση του κοινωνικού εκφασισμού και των φυσικών φορέων του, είτε είναι ξεφτιλισμένοι ψηφοφόροι της ΧΑ, είτε όχι. Είναι αγώνας ενάντια στο κράτος, τον φόβο και την καταπίεση.

Η φετινή επέτειος της δολοφονίας του Π. Φύσσα είναι ακριβώς η ενθύμηση της ανάγκης για την πάλη ενάντια στον φασισμό, είναι η ενθύμηση της ανάγκης για διαρκή αγώνα για να κάνουμε τις γειτονιές μάς κοινότητες συντροφικότητας και αλληλεγγύης.

Να αντισταθούμε στον ολοκληρωτισμό

 

Να επιτεθούμε στη δημοκρατία

 

Να τσακίσουμε τους φασίστες

 

πορεία πέμπτη 18/9, 18.00, πλ. Νίκης
(τριγωνάκι-ζαρντέν, κερατσίνι)

fyssas2teliko_Page_2

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

σε pdf