Η προσπάθεια ερμηνείας των πολιτικών εξελίξεων που ακολούθησαν και ακολουθούν τη δολοφονία του αντιφασίστα Παύλου Φύσσα μόνο απλή δεν είναι και δεν μπορεί να είναι. Και αυτό γιατί οι προς ερμηνεία παράγοντες είναι πολλοί και πολυδιάστατοι, φέρνοντάς μας εξ αρχής αντιμέτωπους με ερωτήματα τα οποία είναι δύσκολα να απαντηθούν. Ωστόσο, αν κάτι μπορεί να αποτελέσει τον μίτο της Αριάδνης, προκειμένου να αποκωδικοποιήσουμε το πριν και το μετά της δολοφονίας καθεαυτής και των «ραγδαίων» πολιτικών εξελίξεων που αυτή σηματοδότησε, είναι η δήλωση του πρωθυπουργού Α. Σαμαρά από τη Νέα Υόρκη, ο οποίος ξεκαθάρισε ότι «δεν έχεις δικαίωμα να προωθείς την ακρότητα διότι τότε θα βρεις μπροστά σου, τους υγιείς Έλληνες».
Γιατί εστιάζουμε σε αυτή τη δήλωση; Γιατί είναι αυτή ακριβώς η διατύπωση -«υγιείς Έλληνες»- που απηχεί τη μέχρι τώρα διαχείριση της κρίσης και την προσπάθεια εξόδου από αυτήν. Γιατί είναι αυτή ακριβώς η διατύπωση -«υγιείς Έλληνες»- που αποτυπώνει τη διαδικασία μέσα από την οποία οπλίστηκε το χέρι του χρυσαυγίτη Ρουπακιά, αλλά και που ταυτόχρονα διατηρεί διαρκώς οπλισμένο το χέρι του κάθε φασίστα.
Ο κυρίαρχος νεοφιλελεύθερος λόγος αναφορικά με την κρίση του ελληνικού καπιταλισμού προσπαθεί να διαμορφώσει ένα «φυσικό» και αναπόδραστο παρόν. Το υπερσπάταλο δημόσιο, τα δημοσιονομικά ελλείμματα, η χαμηλή ανταγωνιστικότητα και η συνεπακόλουθη μέσω μνημονίων «διαρκείας» αντιμετώπισή τους, διαμορφώνουν το (ορθο)-λογικό πεδίο της μόνης ρεαλιστικής λύσης, του «μονόδρομου». Αυτό είναι το μοναδικό πεδίο εντός του οποίου οφείλουμε να φανταστούμε, να θελήσουμε να επιθυμήσουμε, καλούμενοι συνεχώς στην αποδοχή του ενοποιητικού αφηγήματος για εθνική προσπάθεια, ομοψυχία, συνεννόηση. Βάζοντας πλάτη, υπομένοντας καρτερικά τις θυσίες, δείχνοντας ωριμότητα και ψυχραιμία. Ή λίγο διαφορετικά, ασπαζόμενοι τις νόρμες -«πατρίς/θρησκεία/οικογένεια»- του πολιτικού πελατολογίου της ακροδεξιάς Νέας Δημοκρατίας, των «νοικοκυραίων που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά αυτής της κοινωνίας».
Έτσι, σε αυτή την «κρίσιμη στιγμή που βρίσκεται η χώρα», που τα πάντα μπορούν να κινηθούν από το αδύνατο στο αναπόφευκτο χωρίς καν να σταματούν στο απίθανο, καθιστώντας κάθε μορφή ζωής επισφαλή, η έκφανση της πρωθυπουργικής ομολογίας «υγιείς Έλληνες» δεν είναι άλλη από την απάντηση στο καθημερινά τεθέν ερώτημα «ποιες ζωές τελικά μετράνε σήμερα;». Ενός ερωτήματος, που τέμνει εγκάρσια την κοινωνία, αναγνωρίζοντας την ύπαρξη «ξένων», «εχθρικών» και «περιττών» υποκειμένων, τα οποία απειλούν την εύρυθμη λειτουργία της, την υγεία της, την ίδια της, σε τελική ανάλυση, ύπαρξη. Ξένα, εχθρικά και περιττά υποκείμενα αναφορικά με τις εθνικές, σεξουαλικές, έμφυλες, ταξικές και πολιτικές νόρμες που ορίζονται ως υγιείς και κανονικές. Ξένα, εχθρικά και περιττά υποκείμενα, τα οποία βιώνουν σε μεγαλύτερο βαθμό έντασης πλέον την κρατική οργάνωση του ρατσισμού -η οποία στη συνθήκη έκτακτης ανάγκης αποκτά φασιστικά χαρακτηριστικά- μέσα από αποκλεισμούς, διαπομπεύσεις, στιγματισμούς και δολοφονίες.
Πώς αλλιώς μπορούμε να ερμηνεύσουμε τα προεκλογικά κελεύσματα του νυν πρωθυπουργού για «ανακατάληψη των πόλεων» από τους μετανάστες και τις συνακόλουθες επιχειρήσεις σκούπα υπό το δόγμα «πας μη λευκός ύποπτος και συλληπτέος»; Πώς αλλιώς μπορούμε να ερμηνεύσουμε τα, ανά την επικράτεια, στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών, όταν το στρατόπεδο συγκέντρωσης αποτελεί διαχρονικά την προσβολή κάθε ανθρώπινης υπόστασης και αποτελούσε το όριο των δημοκρατικών «κεκτημένων»; Πώς αλλιώς μπορούμε να ερμηνεύσουμε τα πογκρόμ κατά των τοξικοεξαρτημένων; Πώς αλλιώς μπορούμε να ερμηνεύσουμε την «υγειονομική βόμβα» που θέλησε να εξουδετερώσει ο τότε υπουργός Υγείας Λοβέρδος, ποινικοποιώντας την οροθετικότητα και την επαναφορά της εν λόγω διάταξης από τον νυν υπουργό; Πώς αλλιώς μπορούμε να ερμηνεύσουμε τα εκτεταμένα πογκρόμ του καλοκαιριού στη Θεσσαλονίκη ενάντια στις τρανς γυναίκες; Πώς αλλιώς μπορούμε να ερμηνεύσουμε τις επιστρατεύσεις απεργών; Πώς αλλιώς μπορούμε να ερμηνεύσουμε τις εκκενώσεις καταλήψεων, τα βασανιστήρια στα τμήματα, τις φυλακίσεις με κατασκευασμένα κατηγορητήρια (πχ Σκουριές);
Οι μη «υγιείς Έλληνες», όντες σε ένα συνεχώς διευρυμένο και διαρκώς διαστελλόμενο περιθώριο, παραμένουν εκτεθειμένοι στις ορέξεις τόσο του κρατικού όσο και του παρακρατικού ρατσισμού. Άλλωστε, η παρομοίωση του φασίστα Κασιδιάρη της Χρυσής Αυγής για την αρχαία Κρυπτεία «που έπληττε αθόρυβα μέσα στο απόλυτο σκότος και τη σιωπή τους εσωτερικούς εχθρούς της πόλεως», συνηγορεί στη γνωστή παροιμία, το ένα χέρι νίβει το άλλο και τα δυο το πρόσωπο. Οι ξυλοδαρμοί των μεταναστών, τα μαχαιρώματα, η δολοφονία του Σαχτζάτ Λουκμάν στα Πετράλωνα, η επίθεση στο συνεργείο αφισοκόλλησης του ΚΚΕ στο Πέραμα και η δολοφονία του Παύλου Φύσσα στην Αμφιάλη, μόνο μεμονωμένα περιστατικά δεν είναι και δεν μπορούν να θεωρηθούν. Είναι η προέκταση ενός κρατικού ρατσισμού που σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης νομιμοποιείται εκ νέου ως κανονικότητα, εντείνεται αποκτώντας φασιστικά χαρακτηριστικά, δίνοντας έτσι κυριολεκτική σημασία στο «ο θάνατος σου, η ζωή μου». Είναι η προέκταση ενός κρατικού ρατσισμού, που παρά τις διώξεις ενάντια στη Χρυσή Αυγή, δύναται να κρατά και κρατά διαρκώς οπλισμένο το χέρι του κάθε φιλόδοξου φασίστα
Πασκαλιὰ στὸ βασίλειο τῶν Σκιῶν!
Ἀναστημένα μάρμαρα καὶ μπροῦντζοι κατηφορᾶνε χορευτὰ
μὲ πήδους νὰ μοιραστοῦν τὴ σάρκα σου, λαουτζίκο!
(Κ. Βάρναλης)
Στην παρούσα συγκυρία, και αφού έχουν δοκιμαστεί τα κοινωνικά αντανακλαστικά σε περιπτώσεις που προαναφέραμε, διακρίνουμε μια ξεκάθαρα οξυμένη αντιεξεγερτική ρητορική και συνακόλουθη πρακτική, που συμπυκνώνεται στην αφήγηση του κυρίαρχου λόγου για τον «εξτρεμισμό» και το «άλλο άκρο». Όπου το επίθετο αντιεξεγερτικό, περιλαμβάνει τον αγωνιζόμενο κόσμο, τον κόσμο που αντιστέκεται, τον κόσμο των κινημάτων. Χαρακτηριστικό είναι το ψήφισμα του ευρωπαϊκού συμβουλίου (05/10/2010) αναφορικά με «μέτρα για την καταπολέμηση της έξαρσης του εξτρεμισμού στην Ευρώπη», με παράδειγμα προσδιορισμού του εξτρεμισμού τις «διαδηλώσεις και αναταραχές που έλαβαν χώρα στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια αρκετών εβδομάδων το 2009». Ως προς αυτό συνηγορούν οι κατασταλτικές κινήσεις και οι διώξεις μαθητικών καταλήψεων σε Ηγουμενίτσα, Λαμία και Καστοριά, καθώς και οι 55 νέες κλήσεις και 27 ανωμοτί καταθέσεις αγωνιστών στις Σκουριές. Και όλα αυτά λίγες μέρες μετά τις διώξεις της Χρυσής Αυγής.
Αυτή η διαρκής στοχοποίηση των εχθρών της «υγιούς κοινωνίας» κατασκευάζει μια «ασταθή» συνθήκη, στην οποία η δημοκρατία εμφανίζεται ως ο μοναδικός εγγυητής της «ομαλότητας». Στην περίπτωση της δολοφονίας του Π. Φύσσα, η κυβερνητική «αντιφασιστική» διαχείριση πραγματοποιήθηκε, με την αγαστή συνεργασία των ΜΜΕ, στα παρακάτω επίπεδα.
Για αρχή, η δολοφονία αποτέλεσε την, «απροσδόκητη» χρονικά, ευκαιρία για ένα ενδοσυστημικό ξεκαθάρισμα, για μια επαναδιευθέτηση των ενδοσυστημικών συμμαχιών. Μιας και η «επάρατος» δεξιά κινείται πάντα σε ένα επίπεδο συμβόλων, δεν θα μπορούσε να αφήσει στους χρυσαυγίτες, και τις τάσεις αυτονόμησης που ξεκινούσαν να έχουν, να καπηλευθούν την πηγάδα του Μελιγαλά. Το βίαιο διώξιμο των βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας από την τελετή μνήμης, έδινε τον χώρο στους χρυσαυγίτες να κάνουν πράξη αυτό που κάποια στιγμή είχαν ξεστομίσει: ότι είναι τα «εγγόνια των νικητών του εμφυλίου», ότι η Νέα Δημοκρατία είναι η «χαζοχαρούμενη ελαφροδεξιούλα» και ότι το κόμμα τους είναι το «κόμμα της εθνικής συμφιλίωσης». Αυτή η κίνηση αποτέλεσε το όριο της δεξιάς ανοχής. Έτσι μπορούμε να ερμηνεύσουμε, σε ένα βαθμό, την ετοιμότητα και την επίθεση της Νέας Δημοκρατίας στη Χρυσή Αυγή. Σαν μια επανάκτηση της θέσης, την οποία ιστορικά έχει «κατακτήσει». Μόνο τυχαίο δεν θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε άρθρο του Φαήλου Κρανιδιώτη (σύμβουλος του πρωθυπουργού) αμέσως μετά τις διώξεις των μελών της Χ.Α με τον τίτλο «ξεχάστε την χαζοχαρούμενη ελαφρολαϊκή δεξιά».
Εν συνεχεία, η κρατική διαχείριση του «αντιφασισμού», θα έφερνε, όπως και έφερε, σε αμηχανία την αντιπολιτευτική αριστερά και όχι μόνο, αφού το μεγαλύτερο μέρος της επιθυμούσε και επεδίωκε μια κρατική διαχείριση του φασισμού. Οι προ της δολοφονίας τοποθετήσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης, και της αριστεράς, περί το «ρατσιστικό κράτος» και τη «φασιστική αστυνομία» αιτιολογούν αυτή την ανάγνωση. Γιατί αφήνουν να εννοηθεί ότι υπάρχει η περίπτωση να υπάρξει ένα «μη ρατσιστικό κράτος» και μια «μη φασιστική αστυνομία», αρκεί να υπάρχει η πολιτική βούληση, ενσωματώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο πλήρως τις αξίες της αστικής δημοκρατίας. Οι δηλώσεις του εκπροσώπου τύπου του Σύριζα για τη δικαιοσύνη που «πρέπει να λειτουργήσει με βάση τους κανόνες του Κράτους Δικαίου», του προέδρου του που δήλωνε μετά βεβαιότητας ότι η δικαιοσύνη «θα συνεχίσει το έργο της χωρίς σκοπιμότητες» και τα επινίκια μηνύματα για την «νίκη του αντιφασιστικού κινήματος», που ακολούθησαν τις συλλήψεις των μελών της Χρυσής Αυγής, είναι απλώς ενδεικτικά. Νομοτελειακά λοιπόν, όταν η Νέα Δημοκρατία αποκτά τη βούληση για αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής, για «κάθαρση» της αστυνομίας, των μηχανισμών ασφαλείας και του στρατού από τα φασιστικά παρακλάδια, εγκλωβίζει την αριστερά εντός του δικού της εννοιολογικού τερέν. Γιατί μπορεί να εγκαλεί τον Σύριζα και την αριστερά γενικότερα, διαμέσου του Χ. Λαζαρίδη, ότι η καλλιεργούμενη από αυτήν ένταση είναι αυτή που «τροφοδοτεί την ένταση της Χρυσής Αυγής που οδηγεί σε βία και νεκρούς», απαιτώντας συγχρόνως την αριστερή καταγγελία «της βίας από όπου και αν προέρχεται». Μπορεί να απαιτεί από την αριστερά την ταυτόχρονη αποδοχή της ύπαρξης του «άλλου άκρου» και την καταδίκη του. Γνωρίζοντας φυσικά ότι η καταδίκη της βίας συνεπάγεται πίστη στην κυρίαρχη βία που σε συνθήκες εξαίρεσης γίνεται όλο και πιο βίαιη. Η απροκάλυπτη προθυμία της αριστεράς να παραμείνει εντός του πλαισίου που ορίστηκε από την κυβέρνηση ως «δυνάμεις του συνταγματικού τόξου», πέρα από το να δείχνει την απόλυτη υποταγή της στα δόγματα της δημοκρατίας και των θεσμών, ουσιαστικά συμβάλλει ώστε να αυτοπροσδιοριστεί ως «σοβαρή» πολιτική συνιστώσα, εγγυήτρια της ομαλότητας και της σταθερότητας, έτοιμη να «θυσιάσει» στις ερπύστριες της κρατικής καταστολής κάθε αγωνιζόμενο κοινωνικό κομμάτι, το οποίο δε συμμορφώνεται με τις επιταγές του «νομού και της τάξης» και αμφισβητεί την αστική νομιμότητα.
Η διαχείριση του «αντιφασισμού», τέλος, από την πλευρά του κράτους ξεδιπλώθηκε δεδομένων των ανατρεπτικών δυναμικών, που η συγκεκριμένη πολιτική δολοφονία πυροδότησε. Μπροστά στις εκτεταμένες συγκρούσεις που πραγματοποιήθηκαν την επομένη της δολοφονίας, τις αντιφασιστικές πορείες σε διάφορες γειτονιές και πόλεις της ελληνικής επικράτειας, τις επιθέσεις σε γραφεία της φασιστικής Χρυσής Αυγής και την πιθανότητα μιας γενικευμένης έκρηξης, η κρατική διαχείριση προχώρησε σε μια ενορχηστρωμένη επιχείρηση-με τα ΜΜΕ να επιτελούν κομβικό ρόλο-ενσωμάτωσης και αφομοίωσης του αντιφασιστικού μένους διαφόρων κοινωνικών ομάδων. Διαφόρων κοινωνικών ομάδων που στο πρόσωπο του Π. Φύσσα, (εργάτης, Έλληνας, αντιφασίστας, χιπ-χόπερ, κοκ) μπορούσαν να δουν τον εαυτό τους. Το ενδεχόμενο συγκρότησης αυτο-οργανωμένων, αντι-θεσμικών, αντι-ιεραρχικών αντιφασιστικών συνελεύσεων, η ανάληψη μαχητικών πρωτοβουλιών, καθώς και η επανοικειοποίηση εξεγερτικών πρακτικών από ευρύτερα κοινωνικά κομμάτια, θα μπορούσε να αποτελέσει το σπέρμα μιας αμφισβήτησης της εθνικής ενότητας, που τεχνουργείται χρόνια τώρα. Έπρεπε λοιπόν το αντιφασιστικό μένος να καναλιζαριστεί άμεσα, να αναπαυθεί άμεσα στη μεγάλη αγκάλη της Δημοκρατίας, του Νόμου και της Τάξης, χωρίς να επιζητά περισσότερα. Μιας και «η δημοκρατία μας δεν δολοφονεί» αλλά προστατεύει.
«Δεν μπορώ να πω ότι εκτιμώ πολύ τη σημερινή εποχή,
αλλά αν δεν με απογοητεύει κιόλας,
είναι ακριβώς γιατί η απογοητευτική της
κατάσταση με γεμίζει ελπίδα».
(Κ.Μαρξ)
Αναμφίβολα η εποχή που ζούμε είναι ιδιαίτερα σκοτεινή. Η κρατική διαχείριση της εξουσίας αποτελεί ένα αμάλγαμα δημοκρατικής τάξης και φασιστικών πολιτικών, η οποία ειδικά μέσα στο περιβάλλον της συστημικής κρίσης έχει λάβει έντονα ολοκληρωτικό χαρακτήρα. Με πρόσχημα το ιδεολόγημα για «διέξοδο από την κρίση», το κράτος λειτουργεί σε ένα καθεστώς έκτακτης ανάγκης χαράσσοντας τον δρόμο του νέου κύκλου κεφαλαιακής συσσώρευσης. Ενός κύκλου που πέρα από την «δημιουργική καταστροφή» των λιγότερο κερδοφόρων κεφαλαίων, απαιτεί την υποτίμηση, την πειθάρχηση και τη ρύθμιση του εργατικού δυναμικού. Με αυτό το υπόστρωμα, εντείνεται διαρκώς από την κυριαρχία η λεηλασία των ζωών μας και προάγεται η υλική, πολιτισμική και συναισθηματική φτωχοποίηση της κοινωνίας.
Υπό αυτό το πρίσμα το κράτος ενσωματώνει και αναπαράγει το ρατσιστικό, φασιστικό και εθνικιστικό λόγο και πρακτική, νομιμοποιημένο από το αντίβαρο της ύπαρξης των φασιστών της Χρυσής Αυγής. Όταν οι φασίστες μιλάνε για εξόντωση των μεταναστών, η δημοκρατία στήνει στην επικράτεια στρατόπεδα συγκέντρωσης. Όταν οι χρυσαυγίτες επιτίθενται στους πολιτικούς τους αντιπάλους, το κράτος, διαπομπεύει, εκκενώνει καταλήψεις, βασανίζει και φυλακίζει αγωνιστές, πάντα με δημοκρατικό πρόσωπο. Όταν το ανταγωνιστικό κίνημα επιχειρήσει να αμφισβητήσει την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, οι φασίστες θα αποτελέσουν στον δρόμο το απαραίτητο συμπλήρωμα της κρατικής καταστολής. Το εθνικιστικό και ρατσιστικό παραλήρημα θα συνεχίσει να εκπέμπεται με καταιγιστικούς ρυθμούς, προς το κοινωνικό σώμα, με ένα κομμάτι –τους συνυπεύθυνους ψηφοφόρους της ΧΑ- να χειροκροτεί. Οι φασίστες αποτελούσαν, αποτελούν και θα παραμείνουν για πάντα μια χρυσή παρακρατική εφεδρεία.
Η δημοκρατία έχει ήδη προαναγγείλει τη στάση που θα επιφυλάξει το κράτος απέναντι στους καταπιεσμένους, τους περιθωριοποιημένους και όλους όσοι έχουν επιλέξει να του αντιπαρατεθούν με πυξίδα την αυτοοργάνωση, τη σύγκρουση και την αλληλεγγύη. Ο παρακρατικός φασισμός θα βρει άλλες διεξόδους έκφρασης, πιθανόν «σοβαρότερες», πιθανόν σκληρότερες και πιο σκοτεινές, όταν οι συνθήκες το απαιτήσουν. Μέχρι τότε ο ολοκληρωτισμός θα συνεχίσει να βρίσκεται γύρω μας για να σφίγγει τα κοινωνικά δεσμά σε επίπεδα ασφυξίας. Στις εισβολές σε καταυλισμούς Ρομά –υιοθετώντας τη ναζιστική αρχή της συλλογικής ευθύνης. Στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Στις διαπομπεύσεις οροθετικών, τρανς, ομοφυλόφιλων. Στα πογκρόμ του Ξένιου Δία. Στην όλο και πιο σκληρή καταστολή απεργιών, «συντεχνιών», κινημάτων, αγωνιστών, αντιστεκόμενων. Στην υποτίμηση και φυσική εξόντωση των ζωών μας για ένα ευρώ και σαράντα λεπτά.
Κάθε εφησυχασμός και κάθε ανάθεση του πολέμου ενάντια στον φασισμό στη δημοκρατική διαχείριση θα δίνει το άλλοθι για περαιτέρω κοινωνική ερημοποίηση. Κάθε εναπόθεση ελπίδας στη συστημική λύση της αριστεράς θα απονεκρώνει και θα ακρωτηριάζει το όραμα για ριζική κοινωνική αλλαγή στην κατεύθυνση της ελευθερίας και της αλληλεγγύης. Να συνεχίσουμε, να εντείνουμε και να εξαπλώσουμε τον ακηδεμόνευτο κοινωνικό-ταξικό αγώνα αυτο-οργανωμένα, αντι-θεσμικά, αντι-ιεραρχικά. Τσακίζουμε τον φασισμό, απ’ όπου και αν προέρχεται, όπου και αν επιδιώξει να εμφανιστεί: στους χώρους εργασίας, στα σχολεία, στα πανεπιστήμια, στις γειτονιές, στους δρόμους. Ο δρόμος για την ελευθερία περνάει πάνω από το πτώμα του φασισμού.
Να αντισταθούμε στον ολοκληρωτισμό
Να επιτεθούμε στη δημοκρατία
Να τσακίσουμε τους φασίστες
ολόκληρο το κείμενο σε pdf εδώ
[…] να τσακίσουμε το φασισμό απ” όπου και αν προέρχεται […]